- πατόξυλο
- τοξύλο του δαπέδου, ξύλο στον πάτο κιβωτίου, αμαξιού κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πατόξυλο — το 1. ξύλινο δοκάρι στέγης ή πατώματος, πάνω στο οποίο καρφώνονται οι σανίδες 2. παχιά σανίδα τού πάτου, δηλ. τού πυθμένα ή τής βάσης κιβωτίου, βαρελιού, αμαξιού … Dictionary of Greek
πάτερο — πάτερο, το και πατερό, το το μεγάλο δοκάρι που στηρίζει τη στέγη ή το πατόξυλο: Τα ελάτινα τα πάτερα με τους ψηλούς τους στύλους. Φρ., «κολοκύθια στο πάτερο», για λόγια και πράξεις ανόητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)